οχετό

οχετό
kanalizasyon, lağım borusu

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αγλαφάζω — και αγλαθάζω 1. καθαρίζω αυλάκι ή οχετό για να περνάει το νερό ανεμπόδιστα 2. κοιλαίνω κάτι με σκάψιμο, βαθουλώνω 3. αφήνω το νερό να περάσει καθαρίζοντας το αυλάκι, τού «δίνω δρόμο» 4. ερευνώ λεπτομερώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ουσ. γλάφυ (= κοίλωμα] …   Dictionary of Greek

  • αμαρήιον ύδωρ — ἀμαρήιον ὕδωρ (Α) [ἀμάρα] το νερό τής αμάρας, νερό που κυλά μέσα από τον οχετό …   Dictionary of Greek

  • αμαρεύω — ἀμαρεύω (Α) 1. μεταφέρω το νερό με οχετό για άρδευση, αρδεύω 2. αποχετεύω ακάθαρτα νερά με υπόνομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμάρα. ΠΑΡ. αρχ. ἀμάρευμα] …   Dictionary of Greek

  • αποχέτευση — Σύστημα υπονόμων και σωλήνων που χρησιμεύουν για να μεταφέρουν μακριά από ορισμένες ζώνες, ιδιαίτερα τις κατοικημένες, τα υγρά και καμιά φορά και τα στερεά απορρίμματα (λύματα). Διακρίνουμε δύο κατηγορίες υδάτων προς α., τα ακάθαρτα και τα νερά… …   Dictionary of Greek

  • αποχετεύω — (Α ἀποχετεύω) [οχετός] απομακρύνω περιττά ή ακάθαρτα υγρά από κάπου με οχετό αρχ. μεταβιβάζω από τον ένα στον άλλο, αποπέμπω …   Dictionary of Greek

  • διοχετεύω — (AM διοχετεύω) [οχετεύω] (για υγρά) μεταφέρω με οχετό, σωλήνα νεοελλ. 1. μεταφέρω από ένα δοχείο σε άλλο 2. μεταβιβάζω χωρίς τη βοήθεια αγωγού 3. (για πράγματα, έννοιες, ειδήσεις κ.λπ.) διαδίδω, μεταδίδω επιλεκτικά ή κρυφά αρχ. παθ. (για χώρα)… …   Dictionary of Greek

  • εξοχετεύω — ἐξοχετεύω (AM) 1. χύνω, μεταφέρω με οχετό 2. μεταφέρω, μεταβιβάζω …   Dictionary of Greek

  • εποχετεία — ἐποχετεία, ἡ (Α) [εποχετεύω] άρδευση με οχετό, με αυλάκι …   Dictionary of Greek

  • εποχετεύω — (AM ἐποχετεύω) διοχετεύω, στέλνω νερό σε κάποιο σημείο με οχετό, με αυλάκι αρχ. παθ. ἐποχετεύομαι ποτίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οχετεύω «διοχετεύω»] …   Dictionary of Greek

  • καταρρακτός — και καταρ(ρ)αχτός, ή, ό (Α καταρρακτός ή, όν) [καταρράσσω] 1. αυτός που πέφτει από πάνω και με ορμή («καταρρακτή θύρα» η καταπακτή, Πλούτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η καταρράκτη σιδερένια πόρτα φρουρίου πίσω από τάφρο με νερό νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η… …   Dictionary of Greek

  • κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”